sandbath

sandbath
n. เครื่องอังทราย

English-Thai dictionary. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμμόλουτρο — το Ιατρ. η κάλυψη ενός μέρους ή ολόκληρου τού σώματος με θερμή από τον ήλιο άμμο επί ορισμένο χρονικό διάστημα, για τη θεραπεία κυρίως ρευματικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λουτρό(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sandbath. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”